υπαρχιφυλακίτης

υπαρχιφυλακίτης
ὁ, Α
υπαρχηγός αστυνομικού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀρχιφυλακίτης «ο αρχηγός τών φυλακιτών, δηλ. τών στρατιωτικών σωμάτων τής πτολεμαϊκής Αιγύπτου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”